Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Οι κλαριντζήδες


 
Ευτύχησα να προλάβω να ζήσω λίγο από την εποχή όπου οι κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως οι γάμοι, δε γινόντουσαν τόσο τυποποιημένα, με γλέντια προκάτ, πνιγμένα στο "δήθεν", στο βωμό της εμπορευματοποίησης, της αμερικανιάς και του άχρωμου, άοσμου και άνοστου "εκσυγχρονισμού" των παραδόσεων...

Θυμάμαι τον γάμο της πρώτης μου ξαδέρφης της Ρήνας, στο χωριό μου το Θωμαΐ, τότε που σε όλα τα χωριά, τα γαμήλια γλέντια στηνόντουσαν στις αυλές των σπιτιών, μαγείρευαν σε μεγάλα καζάνια και χάλκινα ταψιά κρέας κοκκινιστό με πατάτες φούρνου, που ετοίμαζαν σε πρόχειρα μαγειρεία σε κάποια αποθήκη οι "εξειδικευμένες" γειτόνισσες. Οι καλεσμένοι καθόντουσαν σε πρόχειρους πάγκους από μαδέρια, τα τραπέζια ήταν δανεικά από συγγενείς και φίλους, ενώ τα κρασιά οι μπύρες και τα αναψυκτικά πάγωναν σε μεγάλα βαρέλια με κολώνες πάγου...
Ο χορός στήνονταν καταμεσής της αυλής, οι κλαριντζήδες έπαιζαν τα όργανά τους στο κέντρο του χορού, κι αυτός που έσερνε κάθε φορά το χορό, τους πετούσε τάλιρα και δεκάρικα σπανιότερα πενηντάρικα και κατοστάρικα στα πόδια τους, ή αν ήταν πολύ μερακλής τους κολλούσε κανένα φτυμένο χιλιάρικο στο κούτελο!
Η πιτσιρικαρία, μαζί τους κι εγώ, που τότε ήμουν δεν ήμουν 10 χρονών, μαλώναμε ποιος θα πρωτομαζέψει τα κέρματα και τα ελάχιστα χαρτονομίσματα που έριχναν οι πρωτοχορευτές στα πόδια των κλαριντζήδων, για να τους τα βάλουμε στις τσέπες των σακακιών τους, μιας κι αυτοί δεν ευκαιρούσαν να σκύψουν για να τα μαζέψουν! Αυτό ήταν το παιχνίδι μας και το κάναμε με ιδιαίτερο ζήλο όλο το βράδυ!
Στο τέλος της βραδιάς μαζευτήκαμε όλοι οι πιτσιρίκοι σ' ένα δωμάτιο του σπιτιού, κι όλοι άρχισαν να κάνουν ταμείο!

- Εμένα οι κλαριντζήδες μου δώσανε πέντε δεκάρικα, είπε ο ξάδερφός μου ο Γιώργος.
- Εμένα μου δώκανε ένα πενηντάρικο και έξι τάλιρα, είπε ο Τάκος...
- Εμένα μου δώσανε δυο εικοσάρικα και πέντε τάλιρα, είπε κάποιος άλλος!
- Για σταθείτε ρε παιδιά, πότε σας τα δώσανε κι εγώ δεν πήρα χαμπάρι; Κι εμένα γιατί δε μου δώσανε τίποτα, ρώτησα εγώ γεμάτος απορία.

Ο ξάδερφός μου ο Γιώργος, με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου έγειρε και μου είπε σιγανά στο αυτί:

- Ε μας τα δώσανε! Πως να μας τα δώσουνε; Να εκεί που τα μαζεύαμε, βάζαμε κι από κανένα κέρμα και στη δική μας τσέπη...

Έμεινα εμβρόντητος! Ένιωσα πολύ βλάκας εκείνη την ώρα, ένα συναίσθημα που δυστυχώς το ένιωσα πολλές φορές ακόμα στη ζωή μου...

Αυτή η ιστορία που σας διηγήθηκα είναι πέρα για πέρα αληθινή, και πολύ φοβάμαι ότι από τότε δεν έχω αλλάξει καθόλου...

Στα 45 μου, ακόμα περιμένω τους κλαριντζήδες να αναγνωρίσουν τη φιλότιμη προσπάθειά μου και να με ανταμείψουν με το χαρτζιλίκι που δικαιωματικά μου αξίζει, αλλά προς το παρόν ...δεν! Και μάλλον ούτε πρόκειται!

Βλάκας ή τίμιος;

Το ψυχιατρικό συμβούλιο που μελετά την περίπτωσή μου, δεν έχει αποφανθεί τελεσίδικα ακόμη...

 Δεν ξέρω αν αυτές οι δύο διαγνώσεις ποιοτικά διαφέρουν, εκείνο που ξέρω είναι ότι πρακτικά έχουν το ίδιο αποτέλεσμα: τζίφος!