Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2003

Οι οικονομικές διεκδικήσεις μας για την Κατοχή. Μια «μάχη» που δεν τέλειωσε…

Ο εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου 1940, αποτελεί μια κορυφαία εκδήλωση μνήμης για τους αγώνες που έδωσε ο Λαός μας για την προάσπιση της εθνικής του ανεξαρτησίας και της εδαφικής του ακεραιότητας, ως βασικές προϋποθέσεις για την ειρηνική του διαβίωση και την ανάπτυξη της οικονομικής του ευημερίας.
Πέρα όμως από τη διατήρηση της μνήμης του ηρωικού έπους του ’40, οφείλουμε ως απόγονοι εκείνων που θυσίασαν τη ζωή τους για αυτά τα ιδανικά, να συνεχίσουμε τον αγώνα μας με ειρηνικά πλέον μέσα, για την πλήρη αποκατάσταση και των οικονομικών εγκλημάτων που διαπράχθηκαν ενάντια στον ελληνικό λαό, εκείνη τη μαύρη περίοδο της Κατοχής και τα οποία κατάστρεψαν την εθνική μας οικονομία, καταλήστεψαν τον εθνικό μας πλούτο και υποθήκευσαν το μέλλον μας.
Πρόκειται για δίκαιες απαιτήσεις τις οποίες, ιδιαίτερα εμείς οι οικονομολόγοι, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε!
Η παραίτηση μας από την απαίτηση επιστροφής της καταληστευμένης από τους κατακτητές εθνικής μας περιουσίας, αποτελεί προσβολή στη μνήμη των ηρώων παππούδων μας, που έδωσαν το αίμα τους για να υπερασπίσουν αυτά, τα οποία εμείς αρνούμαστε να διεκδικήσουμε!
Συγκεκριμένα η κατάσταση έχει ως εξής:
Η Ελλάδα σε σχέση με όλες τις χώρες που καταλήφθηκαν από τις δυνάμεις του Άξονα, υπέστη τις περισσότερες διαρπαγές, ολοκληρωτική καταλήστευση του εθνικού της πλούτου, πλήρη αποσύνθεση της οικονομίας της και διάλυση του παραγωγικού της ιστού. Οι Γερμανοί, οι Ιταλοί και οι Βούλγαροι, οι τρεις αυτοί επιδρομείς, αφαίρεσαν κάθε αγαθό που βρήκαν στον τόπο. Ότι δεν μπόρεσαν να καταληστεύσουν το κατάστρεψαν και το έκαψαν. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, υποχρέωσαν αυτή τη μικρή και φτωχή χώρα να χρηματοδοτήσει τις πολεμικές δαπάνες του Άξονα για την εκστρατεία του στην Αφρική και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, παραβαίνοντας όλες τις διεθνείς συμφωνίες της Κοινωνίας των Εθνών που καθόριζαν τις υποχρεώσεις των κατεχόμενων χωρών έναντι των κατακτητών τους σε περίπτωση πολέμου. Ο τρόπος πληρωμής των εν λόγω πιστώσεων ρυθμίστηκε με τη Συμφωνία της Ρώμης (14 Μαρτίου 1942) η οποία ανακοινώθηκε στην τότε «κυβέρνηση των Αθηνών» με έγγραφο της 23/3/1942 του πληρεξούσιου της Γερμανίας στην Ελλάδα Altebourg. Σύμφωνα με το άρθρο 3 της συμφωνίας αυτής, «η γερμανική και ιταλική κυβέρνησις θα εχρεώνοντο εις ατόκους λογαριασμούς διά τα πέραν των εξόδων κατοχής λαμβανόμενα ποσά». Η διάταξη αυτή είναι σαφής και κάνει λόγο για χρέος της Γερμανίας και της Ιταλίας προς την Ελλάδα. Το άρθρο 4 δε, καθορίζει ότι « η οριστική ρύθμισις των καταβολών της ελληνικής κυβερνήσεως θα λάβη χώραν αργότερον ». Βέβαια η ρύθμιση αυτού του χρέους προς την Ελλάδα, ουδέποτε «έλαβε χώραν»!
Έτσι, πέρα από τα προβλεπόμενα χρήματα και αγαθά για τη συντήρηση των στρατευμάτων κατοχής στην Ελλάδα, αφαίρεσαν, άλλοτε με βίαιο και άλλοτε με δόλιο τρόπο, ολόκληρο τον εθνικό πλούτο της χώρας, οδηγώντας τον πληθυσμό της στην πείνα και την οικονομία της στην ολοκληρωτική καταστροφή. Πέρα από τον τρόπο της βίαιης αρπαγής των αγαθών και της βάρβαρης καταστροφής κάθε εναπομείνασας πλουτοπαραγωγικής πηγής, οι κατακτητές χρησιμοποίησαν και μια πιο «εξευγενισμένη» μέθοδο «υπεξαίρεσης», αυτή του πληθωρισμού!
Πήγαιναν, δηλαδή, πρώτα στην Τράπεζα της Ελλάδος, τύπωναν όσα χαρτονομίσματα ήθελαν – δίχως, δυστυχώς, την αποφασιστική αντίδραση από τις τότε Κυβερνήσεις των δοσίλογων – και με τα χρήματα αυτά αγόραζαν ό,τι ήθελαν, προσφέροντας μάλιστα που και που υψηλότερες τιμές σε δραχμές από τις τιμές της αγοράς! Κι έτσι ο πωλητής έμενε ευχαριστημένος, χωρίς να καταλαβαίνει, τουλάχιστον για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ότι το χρήμα που έπαιρνε, την επομένη δεν είχε παρά πολύ μικρότερη αξία !
Με τον πληθωρισμό που έκαναν οι Γερμανοί και οι Ιταλοί για να καλύψουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες, καθώς επίσης και με τον πληθωρισμό που συνέχισε η Κυβέρνηση των δοσίλογων των Αθηνών για να καλύψει τις δικές της δαπάνες, πραγματοποιήθηκε μια ολοκληρωτική εξανέμιση της αξίας της δραχμής, που είχε σαν αποτέλεσμα την απογύμνωση του πλούτου της χώρας γενικά.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του αείμνηστου καθηγητή Άγγελου Αγγελόπουλου, η συνολική ζημιά που πραγματοποιήθηκε συνεπεία του πληθωρισμού, μέχρι την 1 Οκτωβρίου 1944, φθάνει τις 27.452.262 χρυσές λίρες Αγγλίας ή 549 εκατομμύρια δολάρια.
Για τη συστηματική αυτή αφαίμαξη ευθύνονται και οι Κυβερνήσεις Κατοχής και ιδιαίτερα οι Υπουργοί των Οικονομικών, οι οποίοι υπέκυπταν δουλικώτατα στις αξιώσεις των Γερμανών και κανένα γενικότερο μέτρο δεν ελάβαιναν για το σταμάτημα ή τουλάχιστο τον περιορισμό του κακού. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, πολλές φορές υποδείχθηκε η ανάγκη να εφαρμοστούν κατάλληλα μέτρα. Τον Οκτώβριο, μάλιστα , του 1943 το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδας, σ’ ένα θαρραλέο υπόμνημα, που υπέβαλε στο Διοικητή της Τράπεζας και που διαβιβάστηκε και στους Γερμανούς, παρουσίαζε την οικτρή οικονομική κατάσταση της χώρας, τα αβάστακτα βάρη που είχαν σωρευμένα οι Αρχές κατοχής και τα μέτρα που έπρεπε να παρθούν για να σταματήσει κάπως το κακό. Το αποτέλεσμα ήταν πως τίποτα δεν έγινε, η κατάσταση χειροτέρευε από μέρα σε μέρα, οι υπουργοί της «Κυβέρνησης των Αθηνών» αδιαφορούσαν και παρακολουθούσαν ανάλγητα την τραγικότητα της κατάστασης με όλες τις φοβερές συνέπειες (πείνα και θάνατοι από υποσιτισμό), οι δε Γερμανοί επίσημοι δεν έκαναν τίποτα στην πραγματικότητα για να βοηθήσουν την Ελλάδα, παρά περιορίζονταν σ’ ένα «θεωρητικό» μονάχα ενδιαφέρον για δήθεν αποστολή τροφίμων ή σε διαπιστώσεις σαν εκείνες του Υπουργού της Εθνικής Οικονομίας του Ράιχ Funk, που σ’ ένα άρθρο του στο περιοδικό «Deutsche Griechische Wirtschafts – Nachrichten» ομολογούσε, ότι η Ελλάς «δοκίμασε τα δεινά του πολέμου και υπέστη τις συνέπειές του, όπως ίσως καμία άλλη χώρα της Ευρώπης».
Έτσι, από την πρώτη στιγμή οι Γερμανοί και οι Ιταλοί, μόλις υπέταξαν την Ελλάδα, επιζήτησαν να της επιβάλουν, όχι μόνο τα λεγόμενα «έξοδα κατοχής», που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις, αλλά όσες το δυνατό περισσότερες πολεμικές τους δαπάνες. Πράγμα, άλλωστε, που πέτυχαν, χάρις στην έλλειψη αντίδρασης από τα όργανα που χρησιμοποίησαν για κυβερνήσεις.
Όπως είπαμε, η μέθοδος που χρησιμοποίησαν για να εισπράξουν χρήματα ήταν ο πληθωρισμός, η αύξηση δηλαδή των μέσων της νομισματικής κυκλοφορίας. Η μέθοδος αυτή είναι η πιο άδικη μορφή της φορολογίας και η πιο εύκολη για κείνον που την εφαρμόζει. Με το ν’ αυξάνουμε τη νομισματική κυκλοφορία, μειώνουμε την αξία του νομίσματος που βρίσκεται σε κυκλοφορία, ληστεύουμε με άλλα λόγια, μέρα με τη μέρα, τον κάτοχο της δραχμής δίχως καλά – καλά να το νιώθει. Τη μέθοδο αυτή του πληθωρισμού χρησιμοποίησαν στην αρχή έμμεσα οι κατακτητές, θέτοντας, παράλληλα με τη δραχμή, σε κυκλοφορία και δικά τους νομίσματα, («μάρκα κατοχής», «μεσογειακές δραχμές», «λιρέτες», «λέβα», «αλβανικά φράγκα»), αργότερα δε άμεσα, χρησιμοποιώντας δηλαδή απευθείας την εκδοτική μηχανή για το σκοπό αυτό. Τι ποσά εξεδόθησαν κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου δεν είναι απόλυτα γνωστό. Από τα διαθέσιμα στοιχεία που μπορούν να αποδειχτούν, κατά την πρώτη αυτή περίοδο μέχρι το τέλος του 1941 η επιβάρυνση της Ελλάδας ήταν τουλάχιστον 1.104.905 χρυσές λίρες Αγγλίας.
Με τα χρήματα που έπαιρναν οι Αρχές Κατοχής δεν περιορίσθηκαν να διατρέφουν τα στρατεύματά τους και να εξυπηρετούν γενικά τις υπηρεσίες τους, αλλά προέβαιναν και σε αγορές κάθε διαθέσιμου αγαθού ή πρώτης ύλης που βρισκόταν στον τόπο (μηχανημάτων, χρεογράφων κλπ), με τρόπο που δημιουργούσαν μια γενική αποσύνθεση της δραστηριότητας του τόπου, ληστεύοντας και απογυμνώνοντας την Ελληνική Οικονομία.
Σκοπός των Γερμανών ήταν να αφαιρέσουν κάθε τι χρήσιμο γι’ αυτούς ή που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους Συμμάχους ύστερα από την απελευθέρωση, αν έχαναν τον πόλεμο, με τρόπο ώστε να δημιουργήσουν ένα οικονομικό και κοινωνικό χάος. Γι’ αυτό επεδίωξαν τη συστηματική αποσύνθεση της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας και δεν κατέλαβαν ούτε την παραμικρότερη προσπάθεια για να μπορέσει να ορθοποδήσει ο τόπος. Με τα μέτρα, άλλωστε, αυτά απέβλεπαν στο να επιτείνουν την ανεργία και να εξαναγκάσουν όλους τους ανέργους να πάνε στη Γερμανία και να χρησιμοποιηθούν εκεί για πολεμικούς σκοπούς. Και όταν ακόμα εισήγαγαν χρυσές λίρες, που φαίνεται πως ανήλθαν σε 1,5 περίπου εκατομμύριο, για να καλύψουν τάχα ένα μέρος των πολεμικών τους δαπανών και να ελαφρώσουν λιγάκι τον ελληνικό προϋπολογισμό, και τότε το μεγαλύτερο μέρος του προϊόντος από την πώληση των λιρών το χρησιμοποίησαν για την απόκτηση διαφόρων αξιών και άλλων αγαθών, που υπήρχαν ακόμα στη χώρα, καθώς επίσης και για να κερδοσκοπούν, κάνοντας αρμπιτράζ μεταξύ των διαφόρων χωρών. Τόση δε ήταν η αναίδειά τους, ώστε για να μην αφήσει ο λογαριασμός του ελληνογερμανικού κλήριγκ υπόλοιπο υπέρ της Ελλάδος, χρέωσαν το λογαριασμό αυτό και με την αξία των χρυσών λιρών που εισήγαγαν στον τόπο και που χρησιμοποίησαν αποκλειστικά για δικές τους ανάγκες και για να ολοκληρώσουν την απογύμνωση της Ελληνικής Οικονομίας.
Η μανία τους για την αποσύνθεση της Ελληνικής Οικονομίας εκδηλώθηκε σε όλους τους κλάδους της παραγωγής. Αφαίρεσαν πρώτα- πρώτα όλες τις βασικές και πρώτες ύλες, σε τρόπο που ήταν αδύνατο να κινηθεί η παραγωγή. Πήραν επίσης και τα παραγωγικά κεφάλαια που είχαν απομείνει στη χώρα. Έτσι, εκτός από τις πρώτες ύλες, «επέταξαν» και «δέσμευσαν» τα επιζήσαντα ζώα και τα υπόλοιπα γεωργικά μηχανικά μέσα. Από ορισμένες βιομηχανίες αφαίρεσαν τα κυριότερα μηχανήματα και τα μετέφεραν στις δικές τους χώρες.
Η τοπική συγκοινωνία έχασε και τα πιο αρχέγονα μέσα που χρησιμοποιούσε. Το σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό υπηρετούσε αποκλειστικά τις ανάγκες του Άξονα, για να απαχθεί τελικά εκτός Ελλάδας. Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά. Από τις 220 ατμομηχανές απέμειναν μόνο 33, από 362 επιβατικά βαγόνια απέμειναν μόνο 6 και από τα 4544 φορτηγά βαγόνια επέμειναν μόνο 63!
Ό,τι παρήγαγε η χώρα, όπως ήταν κυρίως το λάδι, χρησιμοποιούνταν για τους Γερμανούς και τους Ιταλούς, που άφηναν κάπου – κάπου μερικές ελάχιστες ποσότητες, αλλά κι αυτές τις διοχέτευαν στη μαύρη αγορά με δικούς τους πράκτορες. Με αυτό τον τρόπο κέρδιζαν τεράστια ποσά, φορολογώντας έτσι βαρύτατα το δυστυχισμένο ελληνικό λαό, που έβλεπε πως ούτε τα βασικά προϊόντα του τόπου του, που άλλοτε πλεόναζαν, μπορούσε να γευτεί.
Έπειτα από τη συστηματική προσπάθεια της απογύμνωσης του τόπου από κάθε αγαθό και από κάθε μέσο παραγωγής, ήταν επόμενο να έχουμε σημαντική πτώση σε όλους τους οικονομικούς κλάδους και ένα σταμάτημα σχεδόν, του παραγωγικού μηχανισμού. Η μείωση σημειώθηκε σε όλη την παραγωγή με αποτέλεσμα την επίταση του επισιτιστικού προβλήματος και τις τραγικές του συνέπειες.
Έπειτα από μια τέτοια αποσκελέτωση της οικονομίας του τόπου, έπειτα από τις διαρπαγές των αποθεμάτων που έγιναν από τους επιδρομείς σε ευρύτατη κλίμακα, έπειτα από τον ολοκληρωτικό αποκλεισμό της χώρας – και μάλιστα στην πρώτη περίοδο της κατοχής – από το εξωτερικό, ήταν επόμενο το επισιτιστικό πρόβλημα να παρουσιαζόταν στην οξύτερή του μορφή. Η αύξηση της θνησιμότητας κατά τους τρεις τελευταίους μήνες του 1941 και τις αρχές του 1942 πήρε τεράστιες διαστάσεις και γινόταν ανησυχητική. Κατά τους υπολογισμούς της Στατιστικής Υπηρεσίας, η μείωση του πληθυσμού της χώρας κατά τη διάρκεια του πολέμου ανέρχεται σε 1.000.000 ψυχές!
Κατά συνέπεια οι Γερμανοί αφαίρεσαν από την Ελλάδα, βίαια, χωρίς να υπολογίσουμε τις γενικότερες ζημιές που προξένησαν και για τις οποίες θα μιλήσουμε ειδικότερα πιο κάτω, τα εξής ποσά, τα οποία δεν μπορούν να υπαχθούν στις «επανορθώσεις», αλλά αποτελούν τον πλούτο της χώρας αυτής, την ίδια της την ύπαρξη. Γιατί δεν πήραν μόνο το εισόδημά της, όπως εσφαλμένα υποστήριξαν μερικοί, αλλά αυτό το ίδιο το παραγωγικό της κεφάλαιο, το τελευταίο υστέρημα που με τόσους κόπους και τόσες θυσίες είχε αποκτήσει αυτή η μικρή και φτωχή, αλλά με ηρωική ψυχή χώρα!
Τα ποσά αυτά πρέπει να μας επιστραφούν κατ’ απόλυτη προτεραιότητα σαν είδη που πάρθηκαν βίαια και ληστρικά, γιατί αποτελούν καθαρή διαρπαγή. Τα ποσά αυτά είναι τα εξής:

Οι «πιστώσεις» που πήραν από την Τράπεζα της Ελλάδας οι Γερμανοί και οι Ιταλοί μαζί με τα έξοδα, που πληρώθηκαν για λογαριασμό τους από το Ελληνικό Κράτος
210
εκατομ.
δολάρια
Αξία προϊόντων εγχώριας παραγωγής που πάρθηκαν με κλήριγκ και απ’ ευθείας από τις στρατιωτικές αρχές και τα οποία φθάνουν τα
198
εκατομ.δολ.
Αποθέματα που διαρπάγησαν (με κατάσχεση) από το Κράτος, δίχως καμία πληρωμή
40
εκατομ.δολ.
Αξία επίπλων, πολύτιμων μετάλλων, κοσμημάτων και έργων τέχνης που διαρπάγησαν
80
εκατομ. δολ

Σύνολο
528
εκατομ. δολ

Εδώ υπάρχει χωρίς αμφιβολία ένα κενό ακόμα. Είναι εκείνα που μας αφαίρεσαν πιο βίαια ακόμα οι Βούλγαροι από τη Θράκη και την Ανατολική Μακεδονία. Δυστυχώς δεν έχουμε ακριβή στοιχεία και ούτε φαίνεται πως το Κράτος ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει ακριβώς τι του έχουν αφαιρέσει!
Είδαμε λοιπόν, ότι σύμφωνα με τους μετριοπαθείς υπολογισμούς του καθηγητή Α. Αγγελόπουλου, τον ελάχιστο εθνικό πλούτο που μας αφαίρεσαν με τη βία και με ληστρικό τρόπο οι κατακτητές, και ο οποίος δεν έχει σχέση με τις λεγόμενες «επανορθώσεις» να ανέρχεται στα 528.000.000 δολάρια.
Εκτός όμως από τη συστηματική αυτή ληστεία, ο εχθρός προξένησε τεράστιες καταστροφές στη χώρα, στον υλικό και τεχνικό της πλούτο και στο γενικότερό της οικονομικό εξοπλισμό. Τα ποσά αυτά είναι εκείνα που χαρακτηρίζουμε ως «επανορθώσεις».
Οι υπολογισμοί του κ. Μπακάλμπαση (πρώην υπουργού Γεωργίας) αναφέρονται σε όλες τις πολεμικές ζημιές, τις οποίες εκτιμά, με στοιχεία που έχει συγκεντρώσει από διάφορες υπηρεσίες. Την αποτίμηση των ζημιών ο κ. Μπακάλμπασης δίνει σε αριθμό μέσων ημερομισθίων, τα οποία παίρνει και χρησιμοποιεί ως μονάδα μέτρησης, και τα οποία ύστερα τα μετατρέπει σε χρυσές λίρες Αγγλίας. Από αυτούς τους υπολογισμούς έχουμε συγκεντρωτικά τα εξής δεδομένα για τις πολεμικές ζημιές:

Ζημιές τεχνικού πλούτου (κτήρια, κοινωφελή έργα, οχήματα κτλ)
766 εκ. ημερομ.
Ζημιές γεωργικού πλούτου
436 εκ. ημερομ.
Ζημιές έργων και μέσων ασφαλείας της χώρας
120 εκ. ημερομ
Σύνολο
1322 εκ. ημερομ

που αν υπολογίσουμε με την αξία του μέσου ημερομισθίου εκείνης της εποχής προς 2 ½ δολάρια, έχουμε ως σύνολο ζημιών 3172 εκατομμύρια δολάρια.
Κατά συνέπεια η Ελλάδα, δίχως να υπολογίσουμε τις γενικότερες ζημιές που έπαθε η χώρα λόγω του πολέμου, όπως είναι η μείωση του εθνικού εισοδήματος κατά τη διάρκεια της κατοχής και μέχρις ότου ανακάμψει και πάλι η παραγωγή της χώρας και η ανεκτίμητη απώλεια του έμψυχου της υλικού, θα πρέπει να αξιώσει να της αποδοθούν τουλάχιστον:
α) κατ’ απόλυτη προτεραιότητα τα ποσά τα οποία αφαιρέθηκαν από τον ελληνικό λαό και ανέρχονται όπως είδαμε σε 528.000.000 δολάρια και
β) τα ποσά εκείνα που θα χρειαστούν για την επανόρθωση των ζημιών του υλικού πλούτου της χώρας, ζημιών τις οποίες προξένησαν οι επιδρομείς και που τα ποσά τους φθάνουν στα 3.172 εκατομμύρια δολάρια, χωρίς να συνυπολογίσουμε τις καταστροφές που έγιναν από τους Βούλγαρους.
Συνολικά δηλαδή οι οικονομικές αξιώσεις που έχει δικαίωμα να διεκδικήσει η χώρα μας και που σύμφωνα με το δίκαιο και την ηθική πρέπει να της αναγνωριστούν, έφθαναν τα 3.700 εκατομμύρια δολάρια, σε τιμές της εποχής που έγινε η αποτίμηση. Για τη σημερινή κατά προσέγγιση αξία θα πρέπει να ακολουθηθούν ιδιαίτερες μέθοδοι αποπληθωροποίησης και αντιστοιχίας σε σύγχρονες αξίες, συμπεριλαμβα- νομένων και των νόμιμων τόκων. Είναι προφανές όμως ότι αν μας επιστρεφόταν αυτός ο καταληστευμένος εθνικός μας πλούτος, η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας θα ήταν σε πολύ καλύτερη μοίρα!
Τον αριθμό αυτό των ζημιών, δίνουμε, φυσικά, με κάθε επιφύλαξη γιατί δεν υπάρχουν απολύτως εξακριβωμένα στοιχεία για τον υπολογισμό των πολεμικών ζημιών. Εκείνο που μπορεί κανείς να πει είναι, ότι ο αριθμός αυτός βρίσκεται κοντά στην πραγματικότητα και ότι οι ακριβείς πολεμικές ζημιές μπορεί να είναι μάλλον περισσότερες παρά λιγότερες!
Βεβαίως στην χρηματική αποτίμηση των ζημιών της Ελλάδας από τον πόλεμο ΔΕΝ συμπεριλαμβάνουμε τη σημαντικότερη απώλεια που είναι οι ανθρώπινες ζωές, γιατί θεωρούμε ότι είναι ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΕΣ, και η προσπάθεια μιας τέτοιας αποτίμησης θα αποτελούσε ασέβεια προς τους νεκρούς.
Αυτές εν ολίγοις είναι οι διαπιστώσεις που μπορεί να κάνει κανείς με την ιδιότητα του οικονομολόγου, ερευνώντας τα διαθέσιμα στοιχεία εκείνης της μαύρης εποχής.
Ως διεθνολόγος όμως γνωρίζω, ότι στη σκακιέρα της διπλωματίας, η «κατά μέτωπο επίθεση» δεν αποτελεί πάντοτε την καλύτερη τακτική για τη διεκδίκηση των εθνικών συμφερόντων. Η πολιτική συγκυρία πολλές φορές απαιτεί διπλωματικούς ελιγμούς και ανακατατάξεις των προτεραιοτήτων, προς αναμονή ευνοϊκότερων συνθηκών. Ας αιτιολογήσουμε λοιπόν με αυτό το επιχείρημα τη «χλιαρή» έως ανύπαρκτη διεκδίκηση του κλεμμένου εθνικού μας πλούτου, που δυστυχώς μέχρι σήμερα επέδειξαν όλες οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις της Ελλάδας.
Ας ελπίσουμε ότι δε θα πάψουμε να υπενθυμίζουμε στην ευημερεύουσα σήμερα Γερμανία ότι έχει ένα Μεγάλο Χρέος τιμής απέναντι στη μικρή αλλά ηρωική Ελλάδα και το οποίο πρέπει να ξεπληρώσει, αν θέλει να πείσει για την ειλικρινή μεταμέλειά της για τα εγκλήματα που διέπραξε και ότι πλέον σέβεται και περιφρουρεί τη διεθνή νομιμότητα.
Η διεκδίκησή αυτή αποτελεί ελάχιστο φόρο τιμής προς τους παππούδες και τους πατεράδες μας που θυσιάστηκαν για την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ευημερία του λαού μας



Βιβλιογραφία

1. Αγγελόπουλος Α. Θ. : «Οικονομικά», τόμος Α’, εκδόσεις ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα 1974
2. Αγγελόπουλος Α. Θ. : «Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδος», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1946
3. «Ικανοποιούμεν προθύμως τας αξιώσεις των άλλων, αλλά παραμελούμεν τας ιδικάς μας διεκδικήσεις…», άρθρο του Α. Θ. Αγγελόπουλου στην εφ. «Το Βήμα» 18/11/1962
4. «Η Πίστις πρέπει να είναι ενιαία», άρθρο του Α. Θ. Αγγελόπουλου στην εφ. «Νέα Οικονομία» Νοέμβριος 1962
5. «Μία πρόταση για τη ρύθμιση του δημόσιου χρέους», άρθρο του Α. Θ. Αγγελόπουλου στην εφ. «Το Βήμα» 16/6/ι962
6. «Το πρόβλημα του δημοσίου χρέους», άρθρο του Α. Θ. Αγγελόπουλου στην εφ. «Νέα Οικονομία», Σεπτέμβριος 1954
7. «Η ρύθμιση του παλιού Δημόσιου Χρέους», άρθρο του Α. Θ. Αγγελόπουλου στην εφ. «Το Βήμα» 26/8/1960
8. «Ο πληθωρισμός, ο νόμος 18/44 και το πρόβλημα της πίστεως», άρθρο του Α. Θ. Αγγελόπουλου στην εφ. «Το Βήμα» 25/7/1962
9. «Τα δάνεια της Ελλάδος προς τη Γερμανία και την Ιταλία», άρθρο του Α. Θ. Αγγελόπουλου στην εφ. «Νέα Οικονομία», Μάιος 1964
10. «Τα 400 εκατ, δολλ. που οφείλουν η Γερμανία και η Ιταλία εις την Ελλάδα», άρθρο του Α. Θ. Αγγελόπουλου στην εφ. «Το Βήμα» 17/4/1964
11. Επιστολή του Σπ. Χατζηκυριάκου (Διοικητή της Τ.τ.Ε. κατά τη διάρκεια της Κατοχής) στην εφ. «Το Βήμα» 22/4/1964
12. Έκθεση του Α. Θ. Αγγελόπουλου προς το υπουργείο Εξωτερικών, 26/9/1964
13. Μελέτη του καθ. Α. Θ. Αγγελόπουλου για τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στην Ελλάδα, στο Διεθνές Στατιστικό Συνέδριο, Ουάσινγκτον 1947.