Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

ΠΟΣΟ ΑΛΗΘΙΝΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΙΜΑΣΤΕ;


"Για να γίνεις άνθρωπος, πρέπει πρώτα να γίνεις Έλληνας", είπε κάποιος γάλλος φιλόσοφος! Ξέρουμε όμως τι πραγματικά σημαίνει Έλληνας; Θα ήθελα να σας παρουσιάσω πως προσδιορίζει την έννοια του όρου «Έλληνας», ο σπουδαίος συγγραφέας και ερευνητής, Μάριος Βερέττας:
[….. Έλληνας! Τι σημαίνει άραγε αυτό; Ή μάλλον τι μπορεί να σημαίνει σήμερα αυτό; Πόσο σπουδαίο είναι; Έχει κανένα νόημα, ή απλά καθορίζει το φορολογούμενο πολίτη-υπήκοο ενός γραφειοκρατι­κού κοινοβουλευτικού και στην ουσία, πλουτοκρατικού εθνοκράτους, από τα 200 περίπου που υπάρχουν σήμερα στον πλανήτη;
Όποιος δεν συνειδητοποιεί - έστω και στο ελάχιστο - την απροσμέτρητα φωτοβόλα έννοια της λέξης Έλληνας, ας πάψει αμέσως να διαβάζει αυτό το κείμενο! Δεν τον αφορά! Μπορεί να συνεχίσει ανενόχλητος το ψηλάφισμά του στο σκοτάδι. Ακόμη κι αν του συμβαίνει να είναι ελληνόφωνος. Η απλή χρήση της ελληνικής γλώσσας δεν αρκεί προκειμένου να προσδώσει σε κάποιον την ιδιό­τητα του Έλληνα. Υπήρξαν και υπάρχουν γνησιότατοι Έλληνες, που οι συγκυρίες δεν τους επιτρέψαν να μάθουν να μιλούν Ελ­ληνικά. Όπως υπάρχουν και πάμπολλοι ελληνόφωνες, οι οποίοι καμία συνειδησιακή σχέση δεν διατηρούν με την Ελλάδα.
Για να είναι κάποιος Έλληνας δεν αρκεί, απλά, να γεννηθεί στην Ελλάδα από Έλληνες γονείς. Κατά την Αρχαιότητα υπήρξαν μεγάλες μορφές του Ελληνικού Πνεύματος, οι οποίες δεν γεννή­θηκαν στην Ελλάδα, ούτε είχαν Έλληνες γονείς. Παράδειγμα, ο Αίσωπος, ο οποίος ήταν από τη Φρυγία, ή ο ποιητής Αλκμάν που γεννήθηκε Λύδιος και τιμήθηκε όσο λίγοι στη Λακεδαιμόνα.
Η γέννηση από μόνη της δεν αρκεί προκειμένου να προσδώσει σε κάποιον την ιδιότητα του Έλληνα.
Ούτε η καλή ή κακή χρήση της Ελληνικής Γλώσσας. Ο Γεώρ­γιος Σχολάριος, για παράδειγμα, γνώριζε άριστα Ελληνικά, αλ­λά διατυμπάνιζε ότι δεν είναι Έλληνας. Δίδαξε, μάλιστα, Ελ­ληνικά στον Τούρκο σουλτάνο Μωάμεθ το Β' κι εκείνος τον αντάμειψε πλουσιοπάροχα γι' αυτές και τις «άλλες» υπηρεσίες του. Αντίθετα, σε όλους τους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους, έχυσαν άφθονο το αίμα τους άνθρωποι που δεν γνώρι­ζαν Ελληνικά, αλλά καλλιεργούσαν μέσα στην ψυχή τους μια καθαρότατη Ελληνική Συνείδηση.
Ούτε η μόνιμη διαβίωση εντός των γεωγραφικών ορίων της Ελλάδας προσδίδει την ιδιότητα του Έλληνα. Αναρίθμητοι αλλο­εθνείς γεννήθηκαν, έζησαν και πέθαναν στην Ελλάδα. Ποτέ τους δεν ένιωσαν Έλληνες. Ήσαν Τούρκοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, Σαρακηνοί, Αθίγγανοι, Γότθοι, Ενετοί, Εβραίοι κ.ά. Τυπικό πα­ράδειγμα, ο σύγχρονος εθνικός ήρωας της Τουρκίας, ο Κεμάλ Ατατούρκ, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Όλοι αυτοί έζησαν και πέθαναν µε αλλοεθνή συνείδηση κι ας μην έφυγαν οι περισσότεροι ποτέ τους από την Ελλάδα. Από την άλ­λη, αναρίθμητοι Έλληνες γεννήθηκαν από αλλοδαπούς στην αλ­λοδαπή, ενδεχομένως δεν έμαθαν ποτέ τους να μιλούν Ελληνικά κι ακόμη, δεν τους συνέβη να ζήσουν ούτε μια ώρα στην Ελλά­δα. Κι όμως ήσαν και είναι Έλληνες.
Τι είναι λοιπόν αυτό που προσδιορίζει την ιδιότητα του Έλληνα;
Οι σχετικές νομοθεσίες των δυο τελευταίων αιώνων, ακολουθώ­ντας τη λογική των γραφειοκρατικών διατάξεων, απέτυχαν, όταν κλήθηκαν να διατυπώσουν τον ορισμό του Έλληνα.
Θεώρησαν ως προϋπόθεση την καταγωγή. Απέτυχαν!
Θεώρησαν ως προϋπόθε­ση τον τόπο διαμονής. Απέτυχαν επίσης!
Θεώρησαν, ακόμη, ως προϋπόθεση τη γνώση της Ελληνικής Γλώσσας. Απέτυχαν παρο­μοίως!
Θεώρησαν, τέλος, ως προϋπόθεση -και κατά τρόπο ασυγ­χώρητα ανιστόρητο- το χριστιανικό θρήσκευμα. Απέτυχαν πατα­γωδώς και, συνάμα, εγκλημάτησαν αποπέμποντας εκτός Ελλάδος γνησιότατους Έλληνες, επειδή συνέβη οι πρόγονοί τους να υιοθε­τήσουν βίαια ή θεληματικά την ισλαμική ή άλλη θρησκεία…
Με δυο λόγια: όλη η γραφειοκρατική προσέγγιση για τον προσδιορισμό της Ελληνικότητας, όπως διατυπώθηκε κατά τους τελευταίους δυο αιώνες από τη νομοθεσία του νεοελληνικού κρά­τους απέτυχε, επειδή βασίστηκε σε κριτήρια -καταγωγή, γλώσσα, διαμονή, θρήσκευμα- τα οποία είναι ανίκανα να προσδιορίσουν την ιδιότητα του Έλληνα.
Μα τι προσδιορίζει επιτέλους τον Έλληνα;
Ο Ισοκράτης, ο μέγας αυτός Αθηναίος ρήτορας, το αποσαφήνισε μια για πάντα:
Έλληνας είναι όποιος μετέχει της Ελληνικής Παιδείας!Δεν υπάρχει άλλος ορισμός.
Και προσέξτε καλά αυτό το ρήμα μετέχω.
Δεν σημαίνει μόνον «συμμετέχω». Σημαίνει, επίσης, «άπτο­μαι κάποιου πράγματος», «αποτελώ μέρος κάποιου πράγματος» και, πάνω απ' όλα, «ενέχω κάτι μέσα μου». Από τον παθητικό, μάλιστα, τύπο του ρήματος ενέχω, δηλαδή ενέχομαι, προκύπτει και η λέξη ενοχή. Και ένοχος είναι ο υπεύθυνος κάποιας πράξης.
Εάν, λοιπόν, μετέχω της Ελληνικής Παιδείας, αυτό δε σημαί­νει απλά και μόνον ότι τη γνωρίζω∙ κανένας άνθρωπος δεν είναι σε θέση να γνωρίζει όλη την Ελληνική Παιδεία, εφόσον οι αντικει­μενικές διαστάσεις της υπερβαίνουν κατά πολύ τις νοητικές δυνα­τότητες ενός και μόνον ανθρώπου σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Όποιος «μετέχει» της Ελληνικής Παιδείας τη γνωρίζει ως ένα βαθμό - μεγάλο ή μικρό. Αλλά δεν αρκεί μόνον η γνώση, η οποία παραμένει πάντοτε ατελής. Όποιος «μετέχει» της Ελληνικής Παιδείας, συνάμα «άπτεται» της Ελληνικής Παιδείας, δηλαδή την αγγίζει και τον αγγίζει, βρίσκεται σε διαρκή επαφή μαζί της, κατά τρόπο, επιτρέψτε μου να πω, ερωτικό.
«Άπτομαι» λοιπόν της Ελληνικής Παιδείας, δεν σημαίνει ότι τη γνωρίζω. Βεβαίως, εν μέρει τη γνωρίζω, αλλά πάνω απ' όλα, ση­μαίνει ότι βρίσκομαι σε επαφή μαζί της κι είμαι ερωτευμένος μαζί της. Με όλες τις δυναμικές προεκτάσεις της έννοιας του έρωτα.
Για τούτο και η επόμενη σημασία του ρήματος μετέχω είναι ακόμη πιο σαφής: «αποτελώ μέρος κάποιου πράγματος»! ...
Μετέχω, δηλαδή, της Ελληνικής Παιδείας σημαίνει, επίσης, ότι έχω αποδεχθεί να είμαι μέρος της, τμήμα της και μάλιστα, όχι άψυχο εξάρτημα, αλλά δυναμικό µέλος, ένα ακόμη υπερδρα­στήριο κομμάτι της.
Και πώς διασφαλίζεται αυτή η υπερδραστηριότητα του µέ­λους της Ελληνικής Παιδείας; Από πού αντλεί την απαιτού­μενη ενέργεια;
Η τελευταία και ανώτερη σημασία του ρήματος μετέχω τα λέει όλα: «ενέχω κάτι μέσα µου», όπως ακριβώς η μήτρα των γυναικών ενέχει το αντρικό σπέρμα. Διότι όταν ενέχει μέσα της η μήτρα το σπέρμα, η προοπτική της δημιουργίας της ζωής βρίσκεται ήδη εκεί!
Και τι γεννά το ζωντανό σπέρμα και η ολοζώντανη μήτρα που το «ενέχει»;
Τη Ζωή φυσικά!
Εάν, λοιπόν, «ενέχω την Ελληνική Παιδεία μέσα µου» όχι μό­νον απολαμβάνω την ηδονή που μου προσφέρει, αλλά είμαι ήδη σε θέση να γεννήσω και πάλι Ελληνική Παιδεία.
Με λίγα λόγια, «μετέχω της Ελληνικής Παιδείας» σημαίνει ότι γνωρίζω ως ένα βαθμό την Ελληνική Παιδεία, είμαι συνάμα ερωτευμένος µε την Ελληνική Παιδεία, βρίσκομαι σε διαρκή επαφή µε την Ελληνική Παιδεία, είμαι μέρος της Ελληνικής Παιδείας και αναπαράγω δημιουργικά την Ελληνική Παιδεία!
Ποιος γραφειοκράτης μπορεί να διατυπώσει έναν τέτοιον ορισμό; Ποιος «εκλεγμένος νομοθέτης» μπορεί να εισηγηθεί μια παρόμοια διάταξη, ικανή να συμπεριλάβει σ' ένα κοινοβουλευ­τικό σύνταγμα και τη σχετική νομοθεσία; Κανείς!
Κι όμως, αυτός είναι ο αληθινός ορισμός του Έλληνα. Έλληνας δεν είναι όποιος γεννήθηκε από Έλληνες γονείς, ούτε όποιος μιλάει Ελληνικά, ούτε όποιος γεννήθηκε στην Ελλάδα, ούτε όποιος κατοικεί στην Ελλάδα κι ακόμη λιγότερο όποιος εν­δεχομένως έχει ... κρανίο ελληνικό ή φέρει στο αίμα του «ελλη­νικό γονίδιο» ή «ελληνικό ... DNA» όπως εισηγούνται πρόσφα­τα διάφοροι ετερόκλητοι και ανόητοι ρατσιστές και φασίστες.
Αλλά:
Έλληνας είναι όποιος μετέχει της Ελληνικής Παιδείας, όποιος δηλαδή τη γνωρίζει λίγο και θέλει να τη μάθει περισσότερο, όποιος είναι ερωτευμένος μαζί της, όποιος βρίσκεται σε διαρκή επαφή μα­ζί της, όποιος αποτελεί τμήμα της κι όποιος μπορεί, εξαιτίας της διαρκούς επαφής του μαζί της, να την αναπαράγει δημιουργικά!

Η Ελληνική Παιδεία
Τι είναι όμως η Ελληνική Παιδεία, αυτή στην οποία εάν μετέχω είμαι Έλληνας; Μήπως είναι η εκμάθηση του πλούτου των Ελ­ληνικών Γραμμάτων ή µάλλον, του ελάχιστου εκείνου τμήματός τους το οποίο, κακήν κακώς, περισώθηκε από τη μεσαιωνική αν­θελληνική λαίλαπα; Μήπως είναι η μύηση στις ανεξάντλητες, πολυποίκιλες και γοητευτικότατες διαδρομές της Αρχαίας Ελ­ληνικής Φιλοσοφίας; Μήπως είναι η γνώση των λεπτομερειών του βίου, των ηθών, των εθίμων, της μυθολογίας και της ιστορίας των αρχαίων µας προγόνων;
Βεβαίως, είναι όλα αυτά, αλλά και κάτι παραπάνω. Είναι το δυναμικό και βιωματικό τους απόσταγμα, το οποίο επιτρέψτε µου να το ορίσω ως εξής:
Η Ελληνική Παιδεία είναι τρία πράγματα: φιλοπατρία, φιλο­καλία και φιλοσοφία.

Φιλοπατρία
Φιλοπατρία είναι ο έρωτας του Έλληνα για τον τόπο του. Είναι το ύψιστο εκείνο συναίσθημα που νιώθει ο Έλληνας για τα βου­νά, τα δάση, τις κοιλάδες, τις πεδιάδες, τα ποτάμια, τις λίμνες, τις ακτές, τις θάλασσες, τα νησιά και όλα όσα συνιστούν το φυ­σικό του περιβάλλον, την πανέμορφη ελληνική Φύση.
Φιλοπατρία είναι ο έρωτας του Έλληνα για τα χωριά και τις πόλεις του, για τους τόπους όπου έζησαν, έδρασαν και δημι­ούργησαν οι πρόγονοί του.
Φιλοπατρία είναι ο έρωτας του Έλληνα για την ιστορία του.
Το συναίσθημα υπερηφάνειας για τα ανυπέρβλητα κατορθώμα­τα των προγόνων του.
Φιλοπατρία είναι ο έρωτας του Έλληνα για τον πολιτισμό του. Για τα λαμπρότατα επιτεύγματα των προγόνων του.
Φιλοπατρία είναι η τάση του Έλληνα να μιμείται σε περί­σταση ανάγκης τους προγόνους του στους αγώνες τους για την ελευθερία.
Φιλοπατρία είναι η προθυμία του Έλληνα να υπερασπιστεί αυ­τόν τον τόπο.
Φιλοπατρία είναι το συναίσθημα της πικρίας του Έλληνα απέναντι στις υπόδουλες ελληνικές πατρίδες. Διότι ο «τόπος» προς τον οποίο απευθύνεται η φιλοπατρία του Έλληνα υπερ­βαίνει κατά πολύ τα όρια του νεοελληνικού κράτους.
Φιλοπατρία είναι η υποχρέωση που νιώθει ο Έλληνας να ασχολείται με τα κοινά, την οποία θεωρεί ως σημαντικότερη από την ενασχόληση με τις ιδιωτικές του υποθέσεις.
Φιλοπατρία, ακόμη, είναι η υιοθέτηση και η πρακτική εφαρ­μογή των αρχών της ισότητας και της δημοκρατίας, του ιδανικό­τερου και ανυπέρβλητου συστήματος συμβίωσης ελεύθερων πο­λιτισμένων ανθρώπων που επινόησαν οι πρόγονοί μας.
Φιλοπατρία, εντέλει, είναι ο έρωτας της ελευθερίας.

ΦιλοκαλίαΦιλοκαλία είναι ο έρωτας του Έλληνα προς το ωραίο.
Φιλοκαλία είναι ο σεβασμός προς την ωραιότητα του φυσι­κού περιβάλλοντος.
Φιλοκαλία είναι η διαρκής ενασχόληση με τις τέχνες του ωραίου, τις καλές τέχνες, σε κάθε επίπεδο. Από την υφαντουρ­γία και την κεραμική έως την αρχιτεκτονική, κι από τη γλυπτική και τη ζωγραφική μέχρι το χορό, τη μουσική, τη ρητορική, το θέ­ατρο, όλα μα όλα στοχεύουν στην υπηρεσία και την καλλιέργεια της εξωτερικής και εσωτερικής καλαισθησίας.
Φιλοκαλία είναι ο έρως προς τα ωραία σώματα. Η ενασχόλη­ση με τα διάφορα αθλήματα αποβλέπει πάντοτε στη διαμόρφω­ση ωραίων σωμάτων, τα οποία αποδίδουν ωραία επιτεύγματα.
Κανείς ποτέ δεν οικοδόμησε ωραιότερους ναούς από τους ελληνικούς. Κανείς ποτέ δεν κατασκεύασε ωραιότερα αγάλμα­τα από τα ελληνικά. Κανείς ποτέ δεν ζωγράφισε ωραιότερους πίνακες. Κανείς ποτέ δεν συνέθεσε ωραιότερα ποιήματα. Κα­νείς ποτέ πριν από τους Έλληνες δεν θέσπισε αγώνες ευαν­δρίας και καλλιστεία ωραίων γυναικών. Κανείς ποτέ δεν θέ­σπισε μουσικούς αγώνες.
Το πάθος των Ελλήνων για το κάλλος παραμένει παροιμιώ­δες. Και η ελληνική φιλοκαλία δεν είναι απλά μια αμέτοχη «πε­λατειακή» αγάπη για τις καλές τέχνες. Είναι τρόπος ζωής. Κά­θε Έλληνας και κάθε Ελληνίδα είναι καλλιτέχνης. Καλλιτέχνες του καθημερινού βίου.
Και η φιλοκαλία οδηγεί κατευθείαν προς την καλλιτεχνική μέθεξη. Διότι η ενασχόληση με τις καλές τέχνες ανοίγει το δρόμο της επικοινωνίας με τον κόσμο της υπέρτατης ωραιότη­τας πέρα από τα όρια της συμβατικής επιβιωτικής λογικής. Διότι χάρη στον έρωτά του προς το ωραίο, ο Έλληνας εξαν­θρωπίζεται...
Και γίνεται Άνθρωπος όταν επιτρέπει στην ομορ­φιά να έρθει να κατοικήσει μέσα του.
Φιλοκαλία είναι η διαρκής ενασχόληση με την καλλιέργεια του κάλλους του σώματος και του πνεύματος.
Φιλοκαλία, εντέλει, είναι ο έρωτας του κάλλους.

Φιλοσοφία
Φιλοσοφία είναι ο έρωτας του Έλληνα προς τη γνώση. Τη βα­θύτερη γνώση της Φύσης.
Ο Έλληνας γνωρίζει ότι είναι γέννημα της Φύσης. Και επει­δή η Φύση, όπως λέει ο Ηράκλειτος, αρέσκεται να κρύβεται, ο Έλληνας μπαίνει εξαρχής στο παιχνίδι και ψάχνει.
Μελετά το περιβάλλον του. Μελετά τον κόσμο γύρω του.
Μελετά το σώμα του. Μελετά την ύπαρξή του. Δεν αρέσκεται σε μασημένες απαντήσεις. Ψάχνει αδιάκοπα και αμφισβητεί. Εντοπίζει μια αλήθεια, την υιοθετεί προσωρινά, συνεχίζει να ψάχνει, ανακαλύπτει τα όριά της, την υπερβαίνει, ανακαλύπτει την επόμενη βαθύτερη αλήθεια κ.ο.κ. Όλα είναι προς διερεύνηση. Όλα πρέπει να ψαχτούν. Ο Έλληνας δεν σταματά ποτέ να ψάχνει. Ο κόσμος είναι γεμάτος προκλήσεις και ενδιαφέροντα μυστι­κά. Στόχος του Έλληνα είναι να ανακαλύψει όσο το δυνατόν περισσότερα. Σε κάθε επίπεδο. Ο Οδυσσέας δεν είναι άλλο από τη μυθική ενσάρκωση του Έλληνα που περιπλανιέται αδιάκοπα στον κόσμο και μαθαίνει. Ναι, τον πιάνουν πότε-πότε κρίσεις νοσταλγίας. Αλλά ξέρει ότι αυτό που έχει σημασία είναι το ταξίδι. Η εξερεύνηση του κό­σμου, η εξερεύνηση του σύμπαντος.
Κι ακόμη επινοεί ο Έλληνας. Επινοεί τα εργαλεία που διευκολύνουν τα ταξίδια του. Έτσι επινόησε τη λογική. Είναι το θαυ­μαστό εργαλείο που του επιτρέπει να επεξεργάζεται κάθε γνώ­ση και κάθε πληροφορία.
Αλλά δεν ερωτεύεται το εργαλείο. Αυτός παραμένει ερωτευμέ­νος με τη σοφία. Έτσι, όπου το κρίνει αναγκαίο, παρατάει το ένα εργαλείο και πιάνει το άλλο. Εγκαταλείπει τη λογική για να πιάσει τη διαίσθηση. Κι από υπέροχος χρήστης της λογικής γίνεται μά­ντης. Ο θεμελιωτής της λογικής δεν οικοδομεί λογικά δόγματα. Ξέ­ρει να σκέπτεται λογικά αλλά και να εκστασιάζεται μεθυστικά. Το φως του Απόλλωνα συνδυάζεται με το πάθος του Διόνυσου.
Φιλοσοφία είναι το αέναο παιχνίδι της αναζήτησης της γνώ­σης. Και η ιδιότητα του φιλόσοφου εξανθρωπίζει με τη σειρά της τον Έλληνα.
Ο Έλληνας συμπαθεί ανεξαιρέτως όλους τους λαούς του κό­σμου. Θεωρεί τα επιτεύγματά τους σεβαστά. Αντλεί και αξιολο­γεί τις γνώσεις τους. Κι εάν το επιθυμούν, τους διαφωτίζει με τις δικές του γνώσεις. Μόνον εάν το επιθυμούν! Δεν τους το επιβάλλει ...
Ο Έλληνας αποκτά τις περί Φύσης γνώσεις εξαιτίας του έρω­τά του για τη Φύση. Είναι ερωτευμένος με τη σοφία αλλά ο έρω­τάς του για τη Φύση υπερέχει. Ως εκ τούτου, αρνείται να επεν­δύσει τις γνώσεις του για την «κατάκτηση» ή την «καταστρο­φή» της Φύσης. Αυτά είναι ανεπίτρεπτες βαρβαρότητες. Αυτά συνιστούν ύβρη. Και ο Έλληνας απεχθάνεται την ύβρη.
Με τη φιλοσοφία ο Έλληνας επιδιώκει παίζοντας την από­κτηση της γνώσης του Σύμπαντος Κόσμου, την απόκτηση της γνώσης της Κοινωνίας, την απόκτηση της γνώσης του Εαυτού του.
Κι από όσες γνώσεις αποκτά υιοθετεί εκείνες, που ταιριάζουν καλύτερα στη Φύση του και προπάντων, εκείνες που εξυπηρε­τούν τη συνέχιση της ζωής.
Διότι ο Έλληνας είναι, πρώτα απ' όλα, ερωτευμένος με τού­το το μοναδικό, χρονοφωτοχημικό φαινόμενο του Σύμπαντος Κόσμου: τη ζωή.
Φιλοσοφία, εντέλει, είναι ο έρωτας της σοφίας της ζωής…..].

Έχοντας μπροστά μας λοιπόν, ως δεδομένο αυτόν τον ορισμό, αναρωτηθήκαμε ποτέ βαθιά μέσα μας, πόσο Έλληνες - με τη γνήσια έννοια του όρου - είμαστε εμείς οι ίδιοι, πριν σπεύσουμε να αφαιρέσουμε από τους άλλους αυτή την τιμητική ιδιότητα;